Πεντελικος

Πεντελικος
    Πεντελικός
    3
    из дема или в деме Пентела, пентельский (неправ. пентеликонский)
    

Π. λίθος Plat. — пентельский камень, т.е. мрамор (которым славился τὸ Πεντελικὸν ὄρος или Βριλησσός, отрог горы Парнет)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "Πεντελικος" в других словарях:

  • Πεντελικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντελικός — ή, ό / Πεντεληκός ή Πεντελεικός, ή, όν, ΝΑ [Πεντέλη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όρος Πεντέλη ή αυτός που προέρχεται από το όρος Πεντέλη («πεντελικό μάρμαρο») …   Dictionary of Greek

  • πεντελικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πεντέλη: Πεντελικό μάρμαρο, μέλι κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πεντελικοῦ — Πεντελικός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πεντελικῶν — Πεντελικός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πεντελικόν — Πεντελικός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Penteliko Mountain — Mount Pentelikon redirects here. For the steamship, see SS Mount Pentelikon. Penteliko or Penteli (Πεντελικό Όρος, Πεντέλη) Pentelicus or Pentelikos, Vrilissos or Vrilittos and Mendeli …   Wikipedia

  • πεντελήσιος — α, ο ο πεντελικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πεντέλη + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος)] …   Dictionary of Greek

  • μειόκαινο — Γεωλογική περίοδος που αποτελεί υποδιαίρεση του καινοζωικού αιώνα της ιστορίας της Γης. Ο καινοζωικός αιώνας συνεχίζεται μέχρι σήμερα και έχει διαρκέσει 70 εκατομμύρια χρόνια, τα 69 από τα οποία ανήκουν στην υποδιαίρεση που λέγεται τριτογενές και …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»